σμοιός

σμοιός
σμοιός
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σμοῖος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμοιός — ά, όν και σμοῑος, οία, ον και σμυός, ά, όν και μοῑος, οία, ον, Α 1. σκυθρωπός 2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλεπός, φοβερός, στυγνός». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικοί τ. άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • σμοιῷ — σμοιός masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοίος — μοῑος και μοιός (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκυθρωπός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σμοῖος* με σίγηση τού σ(πρβλ. σμικρός: μικρός)] …   Dictionary of Greek

  • σμυός — ά, όν Α βλ. σμοιός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”